περιέκοψε

περιέκοψε
περϊέκοψε , περικόπτω
cut all round
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Βισέντε, Ζιλ — (Gil Vicente, 1470; – 1536;). Πορτογάλος δραματικός ποιητής. Ασφαλείς πληροφορίες για τη ζωή του δεν υπάρχουν. Τα έργα του εξέδωσε το 1562 ο γιος του Λουδοβίκος, ο εκκλησιαστικός έλεγχος όμως (η Ιερά Εξέταση είχε εισαχθεί στην Πορτογαλία το 1536) …   Dictionary of Greek

  • Λα Ροσφουκό, Φρανσουά, δούκας του- — (François Duc de La Rochefoucauld, Παρίσι 1613 – 1680). Γάλλος συγγραφέας. Η οικογένειά του ανήκε στις αρχαιότερες της γαλλικής φεουδαρχίας. Ο ίδιος, αφού παντρεύτηκε σε ηλικία 15 ετών, έγινε αυλικός και έκτοτε ενεπλάκη σε έναν κυκεώνα… …   Dictionary of Greek

  • περικόβω — περιέκοψα, περικόπηκα, περικομμένος 1. κόβω γύρω γύρω, κουτσουρεύω, ακρωτηριάζω. 2. περιορίζω, ελαττώνω, κρατώ, παρακρατώ: Το κράτος περιέκοψε τις αποδοχές για τις μέρες απεργίας των υπαλλήλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”